ἐλπιζόμενος

ἐλπιζόμενος
ἐλπίζω
hope for
pres part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ανέλπιστος — η, ο (AM ἀνέλπιστος, ον) μη ελπιζόμενος, απροσδόκητος, αναπάντεχος αρχ. 1. (για πρόσωπα) εκείνος που δεν έχει ελπίδα, απελπισμένος 2. (για πράγματα) εκείνος που δεν παρέχει ελπίδα, απελπιστικός 3. το ουδ. ως ουσ. το ανέλπιστον το να μην ελπίζεις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”